πόλισμαν

πόλισμαν
άκλ. , πόλισμάνος ο полицейский

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "πόλισμαν" в других словарях:

  • πόλισμαν — πόλισμαν, το (λ. αγγλ.), αστυφύλακας, αστυνομικός, αλλ. πολισμάνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πόλισμαν — και πολισμάνος και πολιτσμάνος, ο, Ν αστυφύλακας, αστυνομικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. policeman] …   Dictionary of Greek

  • πολιτσμάνος — ο, Ν βλ. πόλισμαν …   Dictionary of Greek

  • αστυφύλακας — ο κατώτερο όργανο στην αστυνομία πόλεων, πόλισμαν, πολιτσμάνος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»